διαφυγή

οι μοναχικοί συναντιούνται στο αναπάντεχο σημείο
όπου η πόλη γίνεται νύχτα
η νύχτα ανάσα
η ανάσα λυγμός
ο λυγμός υπόσταση
η υπόσταση μοναξιά
ξεθωριάσαμε δίχως χέρια
σε στίχους Ρεμπώ και υγρασίες ξοδευόμαστε
οι πιο όμορφοι άνθρωποι είναι ασπρόμαυροι
από λέξεις ανάσες μου λυγίσαν τον χειμώνα
δεν έχω αιτία να κρυώνω
μη με κοιτάς
μπες μέσα μου να ζήσω
μπες στο αίμα μου, στο δέρμα μου
σκίσε μου ό,τι ανθρώπινο έχω
με ρώτησε "γιατί γράφω"
δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, μπάσταρδε
ψυχαναγκασμός
τις νύχτες περπατάω σε ξυράφια
τις μέρες ψάχνω χαραμάδες
μη με κοιτάς
πλύνε μου το σώμα να φύγουν οι σιωπές
το φαινόμενο του σπασμένου καθρέφτη σ' ένα βλέμμα
μάτωσα
μη με κοιτάς
ο μεγάλος θάνατος όταν αγγίξεις το σώμα μιας πεταλούδας
βρεγμένα μαλλιά, θα κοιμηθώ σαν σε θάλασσα
ποιος διάολος θα μας βυθίσει πάλι
διψάω για βυθούς
μη με κοιτάς
με συγκρίνει με ένα σύννεφο
"δεν πουλιέμαι" σου είπα
τρεκλίζει ο ουρανός σε μια πουτάνα ματαιότητα
μισή θλίψη μισή χαρά
σε βήματα, σε χνάρια, μας ξεχάσαμε
γιατί άργησες
σε ψάχνω εκεί που δεν χωράω, εκεί που δεν θα χωρέσω ποτέ
ποτέ, πάντα, συνώνυμα
αυτόχειρες άμυνες
δεν έχω άκρα έχω μόνο τα χείλη σου
η ισορροπία στην άκρη μιας υπόσχεσης κάθειρξη
σπάσανε οι άνθρωποι έμεινε ο σφυγμός τους
μη με κοιτάς
πες μου που αναπνέουν τα ναυάγια
γδέρνουμε λέξεις
μη με κοιτάς
σκάσε -σώπα- φτύσε
περγαμηνή το δέρμα από σημάδια και ουλές εαυτού
χάιδεψέ με να ταξιδέψουν
διαφυγή σε σώμα
έτσι κι αλλιώς μάλλον αναπνέουμε ακόμα









Επισκέψεις

Αναγνώστες