(ω)μμοριζα

ωδή της ακούσιας ματαιοδοξίας,
θεατράλε του ανείπωτου,
εκείνο το κλειδωμένο παράλληλο,
δυσβάσταχτο,
μονάδα μέτρησης η πιθανότητα σε εκείνον τον χρόνο που γέρνει και γλείφει τους ώμους μου ,

περγαμινές πάνω στη σάρκα της στιγμής, δεν μας φοβόμαστε,
εξόριστοι εκεί στα ακροδάχτυλα που γλιστράει η τελευταία μας κουβέντα
κρύβω κλειδιά , περιπλανιεμαι
-έτσι δέομαι-

καρτέρι του υπερσυντέλικου,
γύρω μου ντυμένο το αναπάντητο σου
ορθώνω πλάτη, μου δινομαι στην αντίσταση όσων δεν αντέχω να αναπνέω,
άνοιξη ανυπόταχτη,
αγέλαστοι σαν περιγραφή του Λουντέμη

χνώτα μιας ανυπόστατης αληθοφάνειας,
το γαμωτο στον καπνο μου,
δεν ακούω πια,
δεν ψυχανεμιζομαι πια

οι Παρασκευές είναι για τους αλώβητους
ότι έχει απομείνει από μισή κυκλοθύμια
όσο κοιτας τον ουρανό το νιώθεις χαμηλώνει, απαγκιστρώνομαι σε μακελιό σε ένα χαμόγελο του ψευτη,
γίνε κυκλάμινο

Επισκέψεις

Αναγνώστες